ἐπέπταρε

ἐπέπταρε
ἐπέπτᾰρε, v. [full] ἐπιπταίρω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπέπταρε — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπταίρω — ἐπιπταίρω (Α) [πταίρω] 1. φταρνίζομαι ενώ λέγεται ή γίνεται κάτι, με το φτάρνισμα δείχνω επιδοκιμασία, υποδηλώνω ευτυχή έκβαση («ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾱσιν ἔπεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) είμαι ευμενής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”